- ανεκφώνητος
- η , ο [ος , ον ]1) не произнесённый, не зачитанный (о речи); 2) юр. неназванный (о свидетеле и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεκφώνητος — unpronounced letters masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… … Dictionary of Greek
ανεκφώνητος — η, ο αυτός που δεν εκφωνήθηκε: Το όνομά σου στη δίκη έμεινε ανεκφώνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεκφωνήτως — ἀνεκφώνητος unpronounced letters adverbial ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφώνητον — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc sg ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτου — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτων — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτῳ — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφώνητα — ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)